ουρηθροσκόπιο(ν)

ουρηθροσκόπιο(ν)
το мед. уретроскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ουρηθροσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • ουρηθροσκόπιο — το ιατρ. όργανο με το οποίο εξετάζεται το εσωτερικό τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethroscope (< ουρήθρα + σκόπιο < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ουρηθροσκόπιο — το (ιατρ.), όργανο ανίχνευσης του εσωτερικού της ουρήθρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek

  • ουρηθροσκοπικός — ή, ό [ουρηθροσκοπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρηθροσκοπία ή στο ουρηθροσκόπιο («ουρηθροσκοπική εξέταση») …   Dictionary of Greek

  • ουρηθροσκόπηση — και ουρηθροσκοπία, η ιατρ. εξέταση τού εσωτερικού τής ουρήθρας με ειδικό όργανο, το ουρηθροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uretroscopie (< ουρήθρα + σκοπία < σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Δ. Ζαγκαρόλα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»